δογματιζόμενα

δογματιζόμενα
δογματίζω
lay down as an opinion
pres part mp neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δογματίζω — (AM δογματίζω) [δόγμα] 1. διατυπώνω ως δόγμα νεοελλ. αποφαίνομαι δογματικά, αποφασίζω αυθαίρετα αρχ. 1. λέω τη γνώμη μου, προτείνω 2. αποφαίνομαι 3. εκδίδω ψήφισμα 4. το δογματιζόμενα όσα διατυπώνονται με τη μορφή δόγματος, αξιώματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”